Η κρητική λύρα ανήκει στην κατηγορία των χορδόφωνων μουσικών οργάνων με δοξάρι και έχει τις ρίζες της στην Ανατολή. Στην Kρήτη υπήρχαν δύο τύποι λύρας: Tοαποκαλούμενο σήμερα λυράκι, που έδινε οξύ και διαπεραστικό ήχο και η βροντόλυρα ή χοντρόλυρα, μεγαλύτερη σε μέγεθος, ιδανική για την πολύωρη συνοδεία τραγουδιού. Από τους δύο τύπους αυτούς και την επιρροή του βιολιού, προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα. Σήμερα υπάρχουν 4 είδη λύρας: το λυράκι, η λύρα, η βροντόλυρα, η βιολόλυρα.Το σκάφος της σύγχρονης Κρητικής λύρας κατασκευάζεται από μονοκόμματο στεγνό ξύλο κάποιας ηλικίας (τουλάχιστον 10 ετών) και συνήθως χρησιμοποιείται ασφένταμος, καρυδιά, μουριά. Η σκάφη, το κοίλο σκαφτό σώμα της λύρας λέγεται και καύκα ή καυκί. Το καπάκι (εμπρόσθιο μέρος) είναι αυτό που επηρεάζει άμεσα τον ήχο του οργάνου και ιδανικό υλικό για την κατασκευή του θεωρείται το κατράνι στεγνό ξύλο κέδρου Λιβάνου από μεσοδόκια παλιών σπιτιών (υλικό ηλικίας άνω των 300 ετών) . Μια άλλη ιδιαιτερότητα ήταν το βερνίκωμα της λύρας: Επέτρεπε στο άψυχο ξύλο να αποδώσει τον σωστό ήχο, βερνικώνοντας τις λύρες κατασκευής «Σταγάκη» με βερνίκι, που η σύνθεσή του αποτελεί μυστικό. Η προ Σταγάκη λύρα είχε ξύλινα «στριφτάλια», όπως του βιολιού και των λυρών της υπόλοιπης Ελλάδας, αλλά ο Σταγάκης κατασκεύαζε τις λύρες του με κλειδιά μεταλλικά και τρεις μεταλλικές χορδές ειδικές για λύρα Κρήτης (lira di Creta) που κατασκευάζονται ειδικά για λύρα στη Βενετία και αλλού. Επίσης ο Μανόλης Σταγάκης προσέθεσε και τη «γρεβάντα» δηλ. την προέκταση της «ταστιέρας» στον αέρα πάνω από το καπάκι της λύρας, για να παίζουν οι λυράρηδες εύκολα τις υψηλές πρίμες νότες. Πρόσθεσε τον χορδοδέτη. Ο κάτω καβαλλάρης στις λύρες Σταγάκη, όπως και η ψύχα ή ψυχή ή γάϊδαρος ήταν συνήθως από καρυδιά. Παλιά οι χορδές ήταν εντέρινες και το δοξάρι είχε τρίχες από ουρά αλόγου. Η λύρα στη σύγχρονη κρητική ορχήστρα συνοδεύεται από το λαούτο και τελευταία, από δύο λαούτα εκ των οποίων συνήθως το ένα παίζει πρίμα τη μουσική και το άλλο παίζει «πάσο». H περιοχή της Kρήτης όπου ανέκαθεν κυριαρχούσε η χρήση της λύρας είναι ο νομός Pεθύμνης.
Mέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα παιζόταν, κυρίως, χωρίς συνοδευτικά όργανα στο κέντρο του χορευτικού κύκλου. Στο δοξάρι της συνήθιζαν να κρεμούν μικρά σφαιρικά κουδουνάκια, που λέγονται γερακοκούδουνα, επειδή θεωρείται ότι παρόμοια κουδουνάκια κρεμούσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στα κυνηγετικά γεράκια. Kατά την εκτέλεση της μουσικής τα γερακοκούδουνα με επιδέξιες κινήσεις μεταμορφώνονται σ’ ένα δεύτερο όργανο ρυθμικής και αρμονικής συνοδείας. Συγκεκριμένα για τη λύρα γνωρίζουμε ότι από το 10ο αιώνα (901-1000 μ.Χ.) υπήρχε ήδη στο βυζαντινό χώρο.
ΟΓεώργιος Χατζηδάκις, αν και αναγνωρίζει ότι η σημερινή και η αρχαία λύρα από απόψεως κατασκευής παρουσιάζουν κάποια κοινά τεχνικά γνωρίσματατα οποία περιγράφει διεξοδικά, παρόλα αυτά θεωρεί ότι δεν πρόκειται για το ίδιο όργανο, κυρίως επειδή η αρχαία λύρα παιζόταν με πλήκτρο, δηλ. πένα, ενώ η νεότερη με δοξάρι. Τόσο η οικογένεια του βιολιού όσο και η οικογένεια της λύρας έλκουν την καταγωγή τους από τις Ινδίες. Δεν γνωρίζουμε όμως πότε οι Βυζαντινοί άρχισαν να παίζουν λύρα και πόσο παλαιότερα από το 10ο αιώνα συνέβη αυτή η πολιτισμική«συναλλαγή».
Τοκρητικό λυράκιείναι σχεδόν ίδιο με τηνπολίτικη λύρα,δηλαδή τη λύρα της Κωνσταντινούπολης. Για την προέλευσή του πρέπει να αντιμετωπίσουμε δύο πιθανές εκδοχές:
α.Τη λύρα έφεραν οι Άραβες, που παρέμειναν στην Κρήτη ως κατακτητές τα έτη 823-961 μ.Χ. και παρέμεινε στην Κρήτη έκτοτε χωρίς διακοπή.
β.Ήρθε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη, είτε (το πιθανότερο) από το στρατό του Νικηφόρου Φωκά και τους Βυζαντινούς που ακολούθησαν είτε μέσω Δωδεκανήσου, οπότε η είσοδός της στο νησί πρέπει να άρχισε από την πλευρά της Σητείας (που γειτονεύει με την Κάσο και την Κάρπαθο) και να είχε συντελεστεί το πολύ ως το 12ο αιώνα (1101-1200 μ.Χ.).
Υπέρ της δεύτερης εκδοχής είναι ότι και στην Κρήτη για το συγκεκριμένο όργανο είναι γνωστό μόνο το ελληνικό όνομα λύρα. Και στις δύο περιπτώσεις είναι προφανές ότι οι Ενετοί, ερχόμενοι στην Κρήτη το 1211, βρήκαν ήδη τη λύρα εδώ, ως λαϊκό όργανο, σε πρωτόγονη μορφή (λυράκια κατασκευασμένα από τους ίδιους τους λυράρηδες των χωριών όπως ακριβώς τα λυράκια που ξέρουμε από τους αμέτρητους λυράρηδες των κρητικών χωριών του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, πριν η κρητική λύρα πάρει τη σύγχρονη μορφή της).
Τα γερακοκούδουνα στο δοξάρι της κρητικής λύρας είναι μια επιπλέον, εξαιρετικά σημαντική ένδειξη για την παρουσία της λύρας στην Κρήτη το αργότερο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, οπότε οι άρχοντες κυνηγούσαν με γεράκια, στα πόδια των οποίων φορούσαν τα γερακοκούδουνα, αν όχι και κατά τη βυζαντινή περίοδο, από ανάλογους κυνηγούς. Τα γερακοκούδουνα, επομένως, μπήκαν στο δοξάρι της κρητικής λύρας είτε κατά τη βυζαντινή είτε κατά την ενετική εποχή. ΟΦαίδων Κουκουλέςκαι οΣτυλιανός Αλεξίου συγκαταλέγουν με βεβαιότητα την κρητική λύρα στα μουσικά όργανα της βενετοκρατούμενης Κρήτης με αντίστοιχες αναφορές. Γύρω στα 1580-1600 οΓεώργιος Χορτάτζηςστο έργο του Κατζούρμπος προσθέτει ένα ακόμα στοιχείο σχετικά με την παρουσία της λύρας που μας διαφωτίζει ακόμη περισσότερο: Ο Νικολός κάνει καντάδα στην αγαπημένη του παίζοντας λυρόνι, Αρκεί να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με το Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας τουΕμμ. Κριαράτο λήμμα λιρόνι= το μουσικό όργανο λύρα (κρητική) [βεν. liron]. Το μουσικό όργανο του Νικολό είναι μικρή λύρα (λυρόνι), σε αντίθεση με τις«κανονικές»λύρες που ήταν μεγαλύτερες. Η αναφορά στο λυρόνι του Νικολό, είναι ίσως η πιο αδιαφιλονίκητη μαρτυρία για τη χρήση της λαϊκής κρητικής λύρας την εποχή της Ενετοκρατίας.
Ο παλαιότερος ονομαστικά καταγεγραμμένος Κρητικός λυράρης θεωρείται ο Θοδωρομανώλης (1778-1818) από το Επανωχώρι Σελίνου Χανίων, περίπου σύγχρονος του θρυλικού Κισσαμίτη βιολάτοραΣτέφ. ΤριανταφυλλάκηήΚιώρου(1740-1790). Την ίδια εποχή περίπου, σε μία καταγραφή τουΦωριέλ, συναντούμε τη λύρα στα χέρια του Ηρακλειώτη ριμαδόρου Γιώργη του Σκατόβεργα.
Ο Γάλλος περιηγητήςM.J. Tancoigneεπισκέφθηκε την Κρήτη την τριετία 1811-1814 περνώντας τον περισσότερο χρόνο του στην περιοχή των Χανίων και μας πληροφορεί ότι η λύρα των Νεοελλήνων έχει μόνο τρεις χορδές και στο σχήμα μοιάζει με μαντολίνο μικρών διαστάσεων. Οι Έλληνες παίζουν το όργανο αυτό χρησιμοποιώντας δοξάρι.
Το 1817 ο Αυστριακός περιηγητήςF. W. Sieberκατέγραψε τη συνάντησή του με ένα τυφλό νεαρό λυράρη που έπαιζε τετράχορδη λύρα στο Καρύδι Σητείας , αλλάδεν ικανοποιήθηκε από το παίξιμό του (γενικότερα δεν εκφράζεται θετικά για τη μουσική και τους χορούς της Κρήτης).
Το 1842 ο περιηγητήςΜ. Χουρμούζης Βυζάντιοςβρίσκει λυράρηδες σε κάθε χωριό της Κρήτης, ακόμη και στα στρατόπεδα των επαναστατών.
Οι μαρτυρίες αυτές μάλλον συνηγορούν, υπέρ της άποψης ότι οι Τούρκοι ερχόμενοι στην Κρήτη (1642) δεν έφεραν μαζί τους τη λύρα, αλλά τη βρήκαν ήδη στα χέρια των χριστιανών.
ΟΙωάννης Κονδυλάκης(1862-1920), αν και καταγόμενος από τη Βιάννο (που, κατά τον 20ο αιώνα ανέπτυξε κυρίωςτηνπαράδοση του βιολιού), σε έργο του αναφέρει μόνο τη λύρα, περιγράφοντας με έμφαση το γλέντι των Βιαννιτών υπό τους ήχους της λύρας του τυφλού λυράρη Αλεξαντρή, όπου επιχείρησαν να εισχωρήσουν μερικοί Τουρκοκρήτες και καταδιώχθηκαν από τον Πατούχα. Ο κάπως μεταγενέστεροςΗρακλειώτης Νίκος Καζαντζάκης(1883-1957), σε όλα τα κρητικά του μυθιστορήματα (Ο καπετάν Μιχάλης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αναφορά στο Γκρέκο) αναφέρει επίσης μόνο τη λύρα και τους λυράρηδες, τους οποίους θεωρεί εκφραστές της αγωνίας της σκλαβωμένης Κρήτης και του ονείρου της λευτεριάς.
Το λυράκι είναι η πρώτη μορφή λύρας, μικρό σε διαστάσεις και έχει ρηχό σκάφος με οξύ ήχο. Στο δοξάρι της βλέπουμε τα γερακοκούδουνα που αναφέραμε παραπάνω με τα οποία οι οργανοπαίκτες κρατούσαν το ρυθμό γιατί δεν υπήρχαν άλλα συνοδευτικά όργανα.
Η βροντόλυρα έχει μεγάλο βαθύ σκάφος και έντονο μπάσο ήχο.
Η βιολόλυρα έχει σχήμα όμοιο με το βιολί, είναι τετράχορδη και όργανο της εποχής του μεσοπολέμου. η κατασκευή τουοφειλόταν στην ευρωπαϊκή εισβολή και την μεγάλη αποδοχή που είχε το βιολί εκείνα τα χρόνια κυρίως από τους κατοίκους της ανατολικής και δυτικής Kρήτης.