Μαλεβιζιώτης ή Καστρινός Χορός ή Πηδηχτός

Χορός ζωηρός, γοργός, ηρωικός και εντυπωσιακός, αλματώδης, ενθουσιώδης, δυναμικός που αφήνει τον χορευτή ή τη χορεύτρια που σέρνει το χορό να αυτοσχεδιάσει και αποτελείται από οχτώ βήματα μπροστά και οχτώ πίσω . Χορεύεται από άντρες και γυναίκες μαζί, πιασμένοι σε σχήμα κύκλου με τα χέρια πιασμένα από τις παλάμες στο ύψος των ώμων αλλά με τους αγκώνες λυγισμένους, σε ρυθμό με μέτρο 2/4, με τη συνοδεία της λύρας ή του βιολιού, με λαγούτο, μαντολίνο ή ασκομαντουρα .

Οι βηματισμοί από απλοί, γίνονται πιο σύνθετοι, πιο γρήγοροι με απότομες κινήσεις (στροφές), που σημαίνει ότι χρειάζεται αντοχή και να έχεις την ευχέρεια να κάνεις γρήγορες και τεχνικές φιγούρες.

 Διακρίνεται για την ατομικότητα, τη δημιουργία και την δεξιοτεχνία του. Ο πρωτοχορευτής θεωρείται ο τεχνίτης και ο οδηγός των υπολοίπων χορευτών, ενώ έχει την δυνατότητα να δείξει τη δεξιοτεχνία του κάνοντας παραλλαγές στα απλά βήματα, με καθίσματα, με ρυθμικά χτυπήματα των χεριών στα πόδια (ταλίμια), με απότομες στροφές στον αέρα, να αποσπάται του κύκλου με ρυθμικά χτυπήματα των ποδιών του στο έδαφος, πάντα μετρημένος και χωρίς υπερβολές.

Η γυναίκα πιάνει συχνά στο χορό πρώτη, με χάρη και θηλυκότητα, κάνοντας πολλές στροφές στο χέρι του άντρα και μερικές φορές, αποσπώμενη του κύκλου, χωρίς να απομακρύνεται από τον άντρα.

Η προέλευση του χορού έχει τις ρίζες του στη Μινωική εποχή, αφού στα ελληνικά γραπτά συναντούμε  ένοπλους επαναστατικούς χορούς, όπως τον ορσίτη (αρχαίος Κρητικός χορός), όπου ο Αθηναίος μας λέει ότι έχει τις ρίζες του στην αρχαία πυρρίχη.

Ο Γεώργιος Χατζηδάκις γύρω στο 1909 μας περιγράφει μια χαρακτηριστική φιγούρα του αυτοσχεδιασμού του μπροστινού: “άλλοτε ο οδηγός του χορού αποσπάται του κύκλου και χορεύει μόνος κρούοντας χείρας, άλλοτε πάλιν υψών τους πόδας κτυπά αυτούς με τα χείρας του εν ρυθμό. Οι πλέον ευκίνητοι στηριζόμενοι δια της μία χειρός επί του δευτέρου χορευτού και υψούντες το σώμα επί των ποδών, κάμπτουν τούτο προς τα όπισθεν, μέχρις ότου η κεφαλή αυτών εγγίζει το έδαφος. Ανορθούμενοι δ’ έπειτα αποτόμως εξακολουθούν χορεύοντας χωρίς να χάσουν τον ρυθμόν”.