Συνοδεύει ρυθμικά ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο, που μπορεί να είναι μ(π)αντούρα, ασκομ(π)αντούρα, λύρα ή βιολί. Στο τουμπί τεντώνουν τα δέρματα στις δύο κυκλικές βάσεις, είτε με το γνωστό τρόπο, δηλαδή με το σχοινί, είτε καρφώνοντάς τα πάνω στον κυλινδρικό σκελετό.
Επίσης, στις δύο δερμάτινες επιφάνειες τεντώνουν πάντα, διαμετρικά, απ’ έξω ή από μέσα δυο εντέρινες χορδές. Το τουμπί παίζεται κρεμασμένο απ’ τον αριστερό ώμο ή απ’ το λαιμό ή κρατημένο κάτω απ’ τη μασχάλη ή πάνω στον αριστερό μηρό ή, ακόμα, κρεμασμένο από μία μικρή θηλιά, στο αριστερό χέρι, λίγο πάνω απ’ τον καρπό. Ο τουμπακάρης, με τη βοήθεια του τουμπόξυλου, που στη μια του άκρη έχει συχνά μια τριγωνική εγκοπή, τεζάρει το σχοινί του οργάνου ή «κουρντίζει το τουμπί», όπως λένε οι νεώτεροι. Τη χρήση των και των τυμπάνων στην Kρήτη αναφέρουν οι Έλληνες ορθόδοξοι ιερωμένοι της εποχής από τις αρχές του 17ου αιώνα. Τα τύμπανα, που ονομάζονται και ταμπούρλα, αναφέρονται και στα κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας από το 1600 περίπου. Παλιότερα ήταν ευρύτατα γνωστό, ιδίως στην ανατολική Κρήτη ενώ σήμερα διατηρείται μόνο στο νομό Λασιθίου και είναι αυτό ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μουσικής κληρονομιάς του νομού.