Ασκομπαντούρα ή φλασκομπαντούρα

Παίζεται συνήθως σε ανοικτό χώρο μόνη της ή με τη συνοδεία λαούτου ή μικρού νταουλιού. Αποτελείται από δερμάτινο ασκί (από δέρμα αρνί ή ρίφι) που χρησιμεύει ως αποθήκη αέρος, το ξύλινο ή καλαμένιο ή κοκαλένιο επιστόμιο με βαλβίδα, μέσα από το οποίο φυσά ο οργανοπαίκτης τον αέρα, και τη συσκευή παραγωγής του ήχου, η οποία περιλαμβάνει μια αυλακωτή σκάφη που καταλήγει σε χοάνη και δύο αυλούς, τύπου κλαρινέτου με μονό επικρουστικό γλωσσίδι και 5 συνήθως τρύπες, όσα είναι και τα δάχτυλα του ενός χεριού. Τις τρύπες τις καίνε με αναμμένο κάρβουνο για να γίνουν στρογγυλές. Ο μπαντουράρης φράζει τις δύο πρώτες τρύπες της μπαντούρας με το πρώτο και δεύτερο δάχτυλο του δεξιού χεριού και τις άλλες τρεις με τα τρία πρώτα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Το όργανο αυτό, πολύ διαδεδομένο παλιότερα στην Κρήτη, τείνει δυστυχώς σήμερα να εκλείψει.