Για το όργανο με γλωσσίδι ο κρητικός λαός χρησιμοποιεί τις ονομασίες μαντούρα, μπαντούρα ή παντούρα. Όπως καταδεικνύεται από την κρητική λογοτεχνία, οι όροι φιαμπόλι, μαντούρα και παντούρα είναι γνωστοί στην Kρήτη από τα τέλη του 16ου αιώνα.
Στη δυτική Κρήτη ο αυλός ονομάζεται χαμπιόλι και μπαμπιόλι, στην επαρχία Σελίνου θιαμπόλι, στον Κρουσώνα (Ηρακλείου) πειροχάμπουλο, «γιατί του βάζομε πείρο από σφάκα(πικροδάφνη)», στα Βορίζα (Ηρακλείου) γλωσσοχάμπουλο και σφυροχάμπουλο κ.τ.λ. Τη χρήση των αυλών στην Kρήτη αναφέρουν οι Έλληνες ορθόδοξοι ιερωμένοι της εποχής από τις αρχές του 15ου αιώνα.
Είναι ένα είδος είδος μικρής φλογέρας από λεπτό καλάμι, με άνοιγμα οπής 8 χιλιοστά. Το μήκος του είναι 20 με 25 εκατοστά με λοξοκομμένο το μέρος όπου φυσάει ο παίκτης και κλεισμένο με τον “πείρο ή σούρο”, ένα είδος τάπας με λεπτή σχισμή για να περνά ο αέρας. Πάνω στον κύλινδρο και εκεί που τελειώνει ο πείρος ανοίγεται μια τετράγωνη συνήθως τρύπα και στη συνέχεια πιο κάτω έξι τρύπες μπροστά και μία πίσω που χρησιμεύουν για τη μελωδία.
Το θιαμπόλι, κατεξοχήν ποιμενικό όργανο, παίζεται συνήθως μόνο του. Πολλές φορές όμως, όταν ο παίκτης είναι επιδέξιος, μπορεί να παίξει μαζί με τη λύρα.