Κατά τα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας (12ος αιώνας μ.Χ.) στο Νομό Ρεθύμνης, ιδρύθηκε από τον μοναχό Αρκάδιο η αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο, Ιερά Μονή Αρκαδίου. Οι επιρροές της ενετικής αρχιτεκτονικής ήταν ολοφάνερες στο μοναστηριακό οικοδόμημα που έμελλε να αποτελέσει, από τα πρώτα ακόμα χρόνια της λειτουργίας του, σημείο αναφοράς της χριστιανικής πίστης, του μοναστηριακού βίου, της αγροτικής καλλιέργειας και οικονομίας του νησιού ενώ υπήρξε φάρος πολιτισμού και πηγή γνώσεως κατέχοντας μια από τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες, αλλά κυρίως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον επαναστατικό αγώνα των Κρητών ενάντια στον τουρκικό ζυγό.
Η Ιερά Μονή επί Τουρκοκρατίας
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας επί κρητικού εδάφους (1645-1899) χαράχτηκε στις μνήμες του λαού ως η περίοδος θρησκευτικής και εκπαιδευτικής καταπίεσης αλλά και οικονομικής εξαθλίωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, στην διάρκεια των χρόνων της Οθωμανικής παρουσίας στο νησί, ξέσπασαν αναρίθμητες επαναστατικές κινήσεις είτε οργανωμένες υπό την αιγίδα των ανωτέρων διοικήσεων είτε ανοργάνωτες με την μορφή του ανταρτοπόλεμου, συμμετέχοντας ενεργά και σε επαναστατικά κινήματα σε όλη την υπόλοιπη σκλαβωμένη Ελλάδα.
Η Ιερά Μονή βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη και ευημερία μέχρι την άλωση του Ρεθύμνου από τα στρατεύματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (13 Νοεμβρίου 1646), τα οποία λεηλάτησαν και προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στην Ιερά Μονή. Η ομαλή λειτουργεία της αποκαταστάθηκε από ευνοϊκά διατάγματα (φιρμάνια) της τούρκικης διοίκησης του νησιού προς τα μοναστήρια που είχαν υποστεί σοβαρά πλήγματα από τους κατακτητές, καθιστώντας την ένα από τα σημαντικότερα κέντρα συγκέντρωσης της Επαναστατικής Συνέλευσης όπως και ορμητήριο των εξεγερμένων δυνάμεων που συστήθηκαν, με μόνο στόχο την απελευθέρωση από τα δεινά του τουρκικού ζυγού.
Πρώτη Περίοδος της Επανάστασης του 1866
Προσπαθώντας, οι εκάστοτε τουρκικές διοικήσεις, να κατευνάσουν τις όποιες εξάρσεις των υποταγμένων, μέσω τουρκικών διαταγμάτων, ζητούσαν την υποχώρηση των επαναστατών παρέχοντας παροδικά προνόμια και ελευθερίες. Οι όποιες μετριοπαθείς κινήσεις της τουρκικής διοίκησης, όμως, δεν ήταν αρκετές για να σταματήσουν την φωτιά που θα ξεσπούσε.
Η αφορμή για την έναρξη του αγώνα προς την ελευθερία της κρητικής γης, δόθηκε με την παραβίαση από πλευράς των Οθωμανών του διατάγματος του Χατ-ι Χουμαγιούν (1856), που είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή νέων σκληρών φόρων στα γεωργικά προϊόντα από τον Ισμαήλ Πασάς (Διοικητή Κρήτης από το 1861) αλλά και την παραχώρηση της μοναστηριακής περιουσίας υπό τον έλεγχο των Δημογεροντίων για την ίδρυση και λειτουργία σχολείων (Μοναστηριακό Ζήτημα).
Προκειμένου να ανασταλούν τα σκληρά μέτρα που επιβλήθηκαν παράνομα στον κρητικό λαό, συστάθηκε μια Επιτροπή αποτελούμενη από λόγιους και κληρικούς, η οποία θα ταξίδευε προς την Κωνσταντινούπολη για τις διαπραγματεύσεις με το Πατριαρχείο. Ο Ισμαήλ Πασάς, θέλοντας να αναχαιτίσει τις όποιες διαπραγματευτικές κινήσεις, ακύρωσε την εκλογή και διέταξε την σύλληψη και φυλάκιση όσων μελών της Επιτροπής θεωρούσε εχθρικά προς την οθωμανική κυβέρνηση.
Από την άνοιξη του 1866 άρχισαν συγκεντρώσεις σε διάφορα χωριά της Κρήτης (Ατσιπόπουλου, Ανώγεια, Άγιος Μύρωνας, Κράσι), ενώ η πρώτη μεγάλη Παγκρήτια Συνέλευση στα Χανιά συνέταξε υπόμνημα, με την αρωγή των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία- Γαλλία- Ρωσία) στο Σουλτάνο ζητώντας επιείκεια στα βάσανα του κρητικού λαού. Η απάντηση της Υψηλής Πύλης ήταν απορριπτική και απειλητική και αυτό οδήγησε στις 21 Αυγούστου 1866 στην ένοπλη εξέγερση των Κρητών, μετά από προκήρυξη που εξέδωσε η Επαναστατική Συνέλευση από το χωριό Ασκύφου Σφακίων.
Οι συνθήκες όμως για τους επαναστάτες δεν ήταν ευνοϊκές. Ολιγάριθμοι ικανοί να πολεμήσουν, μεγάλο ποσοστό αμάχων και γυναικόπαιδων, έλλειψη ηγετικών προσώπων που θα καθοδηγούσαν αποφασίστηκα την επανάσταση, οι Μεγάλες Δυνάμεις διχασμένες αν έπρεπε να βοηθήσουν τον αγώνα των Κρητών ή όχι (η Αγγλία και η Γαλλία ζητούσαν μια πιο μετριοπαθή στάση των Κρητών ενώ η Ρωσία ήταν η μόνη που υποσχέθηκε να παρέχει στήριξη) και η ελληνική κυβέρνηση αδύναμη να διαχειριστεί ή και να συνδράμει σε μια νέα εξέγερση αλλά και τα πιθανά αντίποινα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σημαντική βοήθεια, κυρίως εθελοντές στρατιώτες, εφόδια και μεταφορά τραυματιών και προσφύγων, δόθηκε από την ελεύθερη Ελλάδα αλλά και τη Σύρο μέσω της ελληνικής ακτοπλοΐας. Δεν στάθηκε όμως αρκετή η βοήθεια αυτή για να νικηθεί η Οθωμανική στρατιωτική δύναμη, που είχε συγκεντρωθεί ενισχυμένη στα κρητικά παράλια.
Έχοντας όλες τις πιθανότητες εναντίον τους, οι Κρήτες επαναστάτες εφορμούσαν στην επανάσταση με μόνο τους όπλο, εκτός από την βαθιά επιθυμία για Ελευθερία και ένωση με την Ελλάδα, την δοκιμασμένη τους ικανότητα στην μάχη, τους εθελοντές αξιωματικούς από την υπόλοιπη Ελλάδα, τους νέους που με αυταπάρνηση θα μάχονταν μέχρι τέλους αλλά κυρίως τον κλήρο, που δε θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος στον αγώνα που έπαιρνε σάρκα και οστά.
Οι πρώτες συγκρούσεις άρχισαν τον Αύγουστο του 1866, πριν από την επίσημη έναρξη του επαναστατικού αγώνα, στο Σέλινο, και στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία για τους Κρήτες εναντίον των πολυάριθμων τουρκικών στρατευμάτων. Αυτή η πρώτη νίκη ανέβασε το ηθικό των Κρητών αλλά οδήγησε στην ανάληψη της διοίκησης των τουρκικών στρατευμάτων από τον Μουσταφά Πασά, ο οποίος είχε το παρατσούκλι «Γκιριτλής» που σήμαινε «Κρητικός».
Ο Μουσταφά Πασάς φτάνοντας στα Χανιά, ζήτησε από τους εκπροσώπους των επαναστατών να υποταχθούν ενώ τους υποσχέθηκε ότι θα ικανοποιήσει κάποια από τα αιτήματά τους. Η Γενική Συνέλευση όμως απέρριψε ομόφωνα τις προτάσεις του Μουσταφά, λέγοντας.
« Το σύνθημα ‘Ένωσις ή Θάνατος’, το οποίο άπασα η Κρήτη ανεκήρυξε, δίδει την πρέπουσα απάντησιν».
Η σύγκρουση ήταν μονόδρομος. Ο Μουσταφά Πασάς ξεκίνησε μια νικηφόρο πορεία, προκαλώντας σοβαρά πλήγματα με αποκορύφωμα την καταστροφική ήττα των κρητικών επαναστατικών δυνάμεων στο Βαφέ Χανίων στις 12 Οκτωβρίου 1866. Η αποτυχία αυτή προκάλεσε την πρόωρη κάμψη του κρητικού αγώνα, καθώς το ηθικό τους κλονίστηκε ενώ ο Μουσταφά Πασάς έστειλε νέα προκήρυξη καλώντας σε υποταγή τους επαναστάτες και κυρίως του Σφακιανούς και προσφέροντας γενική αμνηστία και ασφαλή επιστροφή των εθελοντών στην Ελλάδα. Κάτοικοι ορισμένων επαρχιών δέχθηκαν την πρόταση του Μουσταφά Πασά, αποδυναμώνοντας έτσι τον άξονα των εξεγερμένων.
Το ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου
Μετά τα Χανιά, σειρά είχε το Ρέθυμνο, όπου ο Μουσταφά Πασάς εισέβαλε με δύναμη 15.000 ανδρών και ισχυρό πυροβολικό. Έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής του Ρεθύμνου ήταν η Ιερά Μονή Αρκαδίου. Εκεί, ο συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, ο οποίος είχε καταφθάσει το Σεπτέμβριου του 1866 με σώμα εθελοντών στο νησί για να συνδράμει στον κρητικό αγώνα, είχε εγκαταστήσει φρούραρχο τον Ιωάννη Δημακόπουλο και συνεπικουρούμενο τον ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη.
Στις 8 Νοεμβρίου 1866 οι δυνάμεις του Μουσταφά Πασά κύκλωσαν το μοναστήρι, έχοντας αποκλείσει οποιαδήποτε άλλη διέξοδο αλλά και οποιαδήποτε πιθανή βοήθεια από επαναστατικά σώματα γειτονικών επαρχιών. Στο μοναστήρι είχαν καταφύγει 600 γυναικόπαιδα και 300 οπλοφόροι. Η άρνηση της πρότασης παράδοσης που έκανε ο Μουσταφά Πασάς στον ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη και τον Ιωάννη Δημακόπουλο είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει η ανελέητη επίθεση και ο βομβαρδισμός της Ιεράς Μονής. Κατά την πρώτη αυτή μέρα της επίθεσης δεν στάθηκε εφικτό να καταρριφθεί η πύλη.
Την αυγή της 9ης Νοεμβρίου 1866, οι τουρκικές δυνάμεις μετέφεραν μπροστά στα τείχη του μοναστηριού ένα γιγάντιο πυροβόλο (Μπουμπάρδα κουτσαχείλια) και κατέρριψαν την δυτική πύλη από όπου εφόρμησαν και άρχισαν την σφαγή των γυναικόπαιδων και των τελευταίων ένοπλων Κρητών υπερασπιστών της μονής. Ο ηγούμενος Γαβριήλ έχασε τη ζωή του υπερασπιζόμενος τις επάλξεις του φρουρίου, ενώ την κρίσιμη στιγμή που όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί, όσοι είχαν απομείνει εντός του μοναστηριού συγκεντρώθηκαν στην πυριτιδαποθήκη. Εκεί, γράφτηκε μια από τις πιο αιματηρές σελίδες του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα. Ο Κωστής Γιαμπουδάκης (ή σύμφωνα με ένα Ανωγειανό δημοτικό τραγούδι, ο Εμμανούηλ Σκουλάς) ανατίναξε το μπαρούτι, παρασέρνοντας στο θάνατο τους περισσότερους εναπομείναντες Κρήτες αγωνιστές, γυναικόπαιδά, ώστε να μην πέσουν στα χέρια των εισβολέων, αλλά και εκατοντάδες Τούρκους που είχαν εισβάλει, ενώ από την μονή έμειναν μόνο ερείπια. Από τους επιζήσαντες Έλληνες 3-4 κατάφεραν να διαφύγουν ενώ 100 πιάστηκαν αιχμάλωτοι μεταξύ των οποίων και ο Ιωάννης Δημακόπουλος.
Ο απόηχος του Ολοκαυτώματος
Η ηρωική θυσία του κρητικού λαού στον βωμό της πολυπόθητης ελευθερίας, θυμίζοντας την έξοδο του Μεσολογγίου, χαιρετίστηκε από τα Φιλελεύθερα κράτη της Ευρώπης ενώ κινητοποιήθηκαν άμεσα Φιλελληνικά κινήματα υπέρ των Κρητών οργανώνοντας επιτροπές με στόχο την συγκέντρωση χρημάτων, την περίθαλψη προσφύγων και τραυματιών. Ο πνευματικός και λόγιος κόσμος της Ευρώπης δεν θα μπορούσε να έχει μείνει ασυγκίνητος από την αυταπάρνηση των Κρητών επαναστατών. Γράφτηκαν έργα, ποιήματα, δημοσιεύματα και άρθρα σε εφημερίδες που ενίσχυαν όλο και περισσότερο τα Φιλελληνικά αισθήματα των ευρωπαίων για τον ελληνικό αγώνα.
Παγκόσμια συγκίνηση προκάλεσαν τρεις φλογερές επιστολές του τότε εξόριστου στο νησί Γκέρνσεϋ συγγραφέα Βίκτορ Ουγκώ, μέσα από τις οποίες εξέφρασε όχι μόνο την πλήρη στήριξή του προς τους αγωνιζόμενους Έλληνες αλλά και τα γεγονότα του ολοκαυτώματος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, την αδυναμία των Μεγάλων Δυνάμεων να βοηθήσουν τον σκλαβωμένο ελληνικό λαό, την ανάγκη για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η πρώτη εξ αυτών γράφτηκε στις 6 Νοεμβρίου 19866, τρεις μέρες πριν από το ολοκαύτωμα και η δεύτερη στις 2 Δεκεμβρίου 1866, αμφότερες δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα των Βρυξελλών «Ανατολή», ενώ η τρίτη δημοσιεύθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1867 στην εφημερίδα «Κλειώ», στην οποία κάνει εμφανή την αγανάκτησή του για το άδικο του υποταγμένου λαού και την ανάγκη για ουσιαστική βοήθεια και λήξη της Οθωμανικής τυραννίας,:
«Μια φοβερά επέμβασις, η έκρηξις, βοηθεί τους ηττημένους, η αγωνία μετατρέπεται εις θρίαμβον, η δε ηρωϊκή μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον. Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα· το Μεσολόγγιον δεν είναι υψηλότερον. Τοιταύτα εισι τα γεγονότα. Τί δεν πράττουσιν αι κυβερνήσεις, αι λεγόμεναι πεπολιτισμέναι; Προσψιθυρίζουσιν αλλήλαις εις το ούς· υπομονή, διαπραγματευόμεθα. – Διαπραγματεύεσθε; Αλλ’ εν τούτοις εκριζούνται οι ελαιώνες και οι καστανεώνες, κατεδαφίζονται τα ελαιοτριβεία, πυρπολούνται αι κώμαι, καίονται αι συγκομιδαί, αποστέλλονται φυλαί ολόκληροι ν’ αποθάνωσιν υπό της πείνης και του ψύχους εις το όρος, βιάζονται αι γυναίκες, καρατομούνται οι άνδρες, κρεμώνται οι γέροντες, τούρκος δε στρατιώτης βλέπων παιδίον κείμενον χαμαί εμπήγει εις τας ρίνας αυτού κυρίον ανημμένον όπως βεβαιωθή εάν απέθανεν. Τοιούτω τρόπω πέντε τραυματίαι εν Αρκαδίω εξυπνίσθησαν ίνα πνιγώσιν».
Για τον Λαογραφικό Όμιλο Κρήτες,
Επιμέλια-Έρευνα
Γεωργία Κωνσταντινίδη
Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου, Έφορος
Ιστορικός